- πλινθίο
- το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος](με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθοςνεοελλ.1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον οποίο χύνεται το μέταλλο που παράγεται με εκκαμίνευση5. βαμβακοπυρίτιδα τυποποιημένη σε τεμάχια που μοιάζουν με πλίνθους6. κάθε αντικείμενο ή κόσμημα που έχει σχήμα πλίνθου, ὁπως τα τετράγωνα τής ντάμαςαρχ.1. ηλιακό ρολόι που έχει τετράγωνη πλάκα2. μαθημ. το γινόμενο τριών παραγόντων από τους οποίους οι μεν δύο είναι ίσοι, ο δε τρίτος μικρότερος από καθέναν από αυτούς3. επίδεσμος4. ιατρ. μηχανή που εφεύρε ο Νηλεύς για να επαναφέρει στη θέση τους τα εξαρθρωμένα μέλη5. μικρό ορθογώνιο κιβώτιο6. επιτραπέζιο παιχνίδι που παιζόταν με πολλά πιόνια καθώς και η σανίδα ή η πλάκα πάνω στην οποία παιζόταν7. αστρον. πίνακας αριθμών διαιρεμένος σε τετράγωνα, αστρονομικό αβάκιο8. μουσ. διάγραμμα τής μουσικής κλίμακας9. κάθε τετράγωνο από εκείνα που διαιρούσαν τον ουρανό οι οιωνοσκόποι κατά τις οιωνοσκοπίες τους10. ορθογώνιο κόσμημα στρατιωτικού μανδύα11. το πρόσθιο πλαίσιο πολεμικής μηχανής12. η τετράγωνη βάση τού καταπέλτη13. ορθογώνιο14. μτφ. στρατιωτική φάλαγγα σε σχήμα πλίνθου, σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου.
Dictionary of Greek. 2013.